- χαρμάνι
- το, Ν1. μίγμα διαφόρων ειδών και ποιοτήτων καπνού2. (κατ' επέκτ.) κάθε είδους μίγμα για βιομηχανική κατεργασία.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. harman].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαρμάνι — το (λ. τουρκ.) 1. μείγμα καπνών διάφορων ειδών και ποιοτήτων. 2. κάθε είδος μείγματος για βιομηχανική κατεργασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αχαρμάνιαστος — η, ο εκείνος που δεν έχει ανακατευθεί σε χαρμάνι («αχαρμάνιαστα καπνά») … Dictionary of Greek
χαρμάνα — η, Ν [χαρμάνι] στέρηση, ιδίως από ναρκωτικό … Dictionary of Greek
χαρμάνης — ο, Ν [χαρμάνι] 1. ναρκομανής που έχει στερηθεί το ναρκωτικό 2. μανιώδης καπνιστής που έχει ώρα να καπνίσει … Dictionary of Greek
σφιχτός — ή, ό 1. επίρρ. ά αυτός που σφίγγει: Τα παπούτσια που πήρε του είναι λίγο σφιχτά. 2. σφιγμένος: Σφιχτή μέση. 3. πυκνός, στερεός, όχι πλαδαρός: Το έκανες πολύ σφιχτό το χαρμάνι. – Έχει σφιχτό κορμί. 4. τσιγκούνης: Είναι πολύ σφιχτός και του μένουν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)